- μπουρδούκλωμα
- το [μπουρδουκλώνω]1. μπλέξιμο, μπέρδεμα, ανακάτωμα2. πρόχειρη κάλυψη μιας παρατυπίας ή αταξίας3. το πεδίκλωμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μπερδούκλωμα — το [μπερδουκλώνω] μπουρδούκλωμα … Dictionary of Greek